- αἰρομένων
- αἰρομένωναἴρωattach: pres part mp fem gen plαἴρωattach: pres part mp masc /neut gen pl
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
αἰρομένων — αἴρω attach pres part mp fem gen pl αἴρω attach pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στελεχώνω — στελεχῶ, όω, ΝΑ [στέλεχος] νεοελλ. επανδρώνω οργάνωση, οργανισμό ή επιχείρηση με τα απαραίτητα για τη λειτουργία τους στελέχη αρχ. 1. σχηματίζω στέλεχος 2. οδηγώ σε πλήρη ανάπτυξη («οὐρανομήκεις ἀρετάς στελεχοῡν», Φίλ.) 3. παθ. στελεχοῡμαι, όομαι … Dictionary of Greek